Με τη Λένα Τσουκαλά
Η είδηση του θανάτου της με συγκλόνησε… Μετά την Κική Δημουλά, ένα ακόμη μεγάλο όνομα της ελληνικής λογοτεχνίας μάς αποχαιρέτησε, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στα ελληνικά γράμματα… Η Άλκη Ζέη, η συγγραφέας των βιβλίων με τα οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές, δεν είναι πια μαζί μας… και πονάει η ψυχή μας… Ωστόσο, η γνωριμία μου μαζί της, δεν ήταν μόνον μέσα απ’ τις άπειρες σελίδες που διαβάσαμε με τον γιό μου και την κόρη μου… Ήταν μια τετ α τετ συνάντηση στις αρχές του Νιόβρη του 2012. Και όταν μιλήσαμε για τη συνέντευξη της, δεν περιορίστηκε απλά στην εξιστόρηση της πολυτάραχης πορείας της… Ήταν μια εκ βαθέων εξομολόγηση, που μέχρι και σήμερα θαρρείς κι ακούω την κάθε λέξη της… Μια εξομολόγηση, που οφείλω να σας την επαναφέρω… Γιατί το «Καπλάνι της βιτρίνας» και ο «Περίπατος του Πέτρου» της, θα διαβάζονται πάντα απ’ τους πιστούς φίλους του έργου της…
Συνέντευξη στη Λένα Τσουκαλά
Φωτο: Παναγιώτης Μηνά
Όταν εκείνο το απόγευμα του 2012 συνάντησα την πιο πολυδιαβασμένη ελληνίδα συγγραφέα στο βιβλιοπωλείο Rivergate, ένιωσα δέος. Ήμουν δίπλα της, κι ήταν περιστοιχισμένη από μικρά παιδιά που άλλα διάβασαν κι άλλα θα έκαναν την αρχή με τα βιβλία της, αλλά και από ενήλικες αναγνώστες των έργων της, που θαυμάζουν το ταλέντο της. Γλυκύτατη και τρυφερή, η Άλκη Ζέη, άνοιξε τα χαρτιά της και μου εξομολογήθηκε ότι πια δεν την εμπνέει η ελληνική πραγματικότητα για να γράψει και καταφεύγει στο σπίτι της κόρης της στις Βρυξέλες για να ολοκληρώσει το νέο της βιβλίο. «Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ με όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα» μου είπε με πόνο. «Γι’ αυτό και θα πάω στην κόρη μου, να απομονωθώ στο χώρο μου, να βάλω κάτω τις σκέψεις μου, και να καταγράψω τα όσα θέλω να μείνουν στην ιστορία»…
Το Αρχείο της ΕΡΤ Α.Ε. τιμάει τη μνήμη της εμβληματικής Ελληνίδας πεζογράφου. Δες εδώ ολόκληρη την εκπομπή https://archive.ert.gr/4925/
Είστε μια συγγραφέας πολυδιαβασμένη και πολυμεταφρασμένη. Πως νιώσατε για την αναγόρευσή σας σε επίτιμη διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου; Το 2010 βραβεύτηκα από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο του έργου μου. Όμως, τώρα που αναγορεύθηκα με τον τίτλο της επίτιμης διδάκτορος της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, ένιωσα πολύ μεγάλη συγκίνηση. Γιατί η επιβράβευση ήρθε από την Κύπρο. Ξέρετε με το νησί σας με δένουν πολλοί και άρρηκτοι δεσμοί… Έρχομαι από το 1979 στην Κύπρο, και πηγαίνω στα σχολεία, για να αφουγκράζομαι τις σκέψεις των παιδιών. Όταν τα βιβλία μου δεν έμπαιναν στα ελληνικά σχολεία, «Ο περίπατος του Πέτρου» βρισκόταν ήδη στα κυπριακά σχολεία ως αναγνωστικό, και παρέμεινε εκεί για πάνω από 30 χρόνια.
Ο δικός σας περίπατος στη ζωή, από πού ξεκίνησε; Ο πατέρας μου ήταν Κρητικός, αλλά όταν διορίστηκε διευθυντής στην Τράπεζα Αθηνών (έτσι έλεγαν τότε την Εθνική), βρέθηκε στην Σάμο, όπου γνώρισε τη μητέρα μου. Παντρεύτηκαν, έκαναν την αδελφή μου και μετά όταν ο πατέρας μου μετατέθηκε στην Αθήνα, γεννήθηκα κι εγώ. Σε ηλικία δυο χρόνων όμως, η μητέρα μου έπαθε φυματίωση. Κι επειδή τότε η φυματίωση γιατρευόταν με τον καθαρό αέρα, πήγε σε σανατόριο στην Πάρνηθα. Έτσι μας έστειλαν στον παππού μας, στη Σάμο. Εκεί περάσαμε ζωή χαρισάμενη! Ζούσαμε τόσο ωραία, που δεν μας έλειπαν καθόλου οι γονείς μας. Κι όταν ήρθε η ώρα της επιστροφής, δεν θέλαμε να φύγουμε!
Συχνά αναφέρετε πως ο δάσκαλος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ατόμου. Οι δάσκαλοί σας ήταν εκείνοι που σας εμφύτευσαν όλο αυτό το πάθος για τη συγγραφή; Έτυχε να έχω εξαιρετικούς δασκάλους, που αν δεν τους είχα, σίγουρα δεν θα είχα φτάσει εδώ που έφτασα. Βέβαια, στην αρχή ήταν όλα δύσκολα. Γιατί η Ιόνιος Σχολή, το πρώτο μου σχολείο, ήταν φασιστικό – με όραμά του το Μεταξά και τον Χίτλερ και καθηγητές βαρετούς και αδιάφορους, που δεν μας άφηναν να εκφραστούμε. Όταν όμως, πήγα στις τρεις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου στη Σχολή Αηδονοπούλου, ένα πολύ προοδευτικό σχολείο, ένιωσα τη μεγάλη διαφορά. Εκεί είχαμε «επιτροπές περιοδικού», «επιτροπές εφημερίδας», γράφαμε εφημερίδα στον τοίχο… Και οι δάσκαλοί μου είδαν κάποιο ταλέντο να διαγράφεται… Και γι’ αυτό με έσπρωξαν να ασχοληθώ με το γράψιμο. Η Σχολή Αηδονοπούλου υπήρξε για μένα ένα ανοιχτό παράθυρο στην ελεύθερη σκέψη και την προσωπική μου εξέλιξη.
Έχετε εμπνευστεί και από άλλα άτομα στη συγγραφική σας δραστηριότητα; Ναι, γιατί, είχα στο περιβάλλον του σπιτιού μου, τη συγγραφή ενώπιον μου.
Η Διδώ Σωτηρίου ήταν θεία σας. Το έργο της σας ώθησε να εμπλακείτε κι εσείς στη συγγραφή; Ο θείος μου είχε παντρευτεί τη Διδώ Σωτηρίου, που ήταν η μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά (ήταν η σύντροφος στη ζωή και στον αγώνα της ηρωικής μορφής του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας, του Νίκου Μπελογιάννη). Εκείνη την εποχή η Διδώ ήταν δημοσιογράφος. Εκείνη με βοήθησε να μπω στην ατμόσφαιρα της συγγραφής.
Οι καθηγητές σας ήταν και οι μέντορές σας; Ναι, για παράδειγμα, στα Αρχαία και τα Λατινικά, καθηγητής ήταν ο Μιχάλης Αναστασίου -ξάδελφος του Καζαντζάκη. Μας έκανε να αγαπήσουμε το συντακτικό και τη γραμματική… Να λατρέψουμε την Οδύσσεια που μας τη διάβαζε σχεδόν όλη μεταφράζοντας κατευθείαν από το αρχαίο κείμενο.
Πότε αρχίσατε να γράφετε κουκλοθέατρο; Για όλα ευθύνεται η Ελένη Περράκη-Θεοχάρη, η καθηγήτρια τέχνης, που είχε πάθος για το κουκλοθέατρο και μου το μετέδωσε. Μάλιστα, μου είχε αναθέσει να γράφω τα έργα του σχολείου. Την περίοδο της Κατοχής όμως, άρχισα να γράφω το δικό μου κουκλοθέατρο, με τον ήρωα μου, τον «Κλούβιο», ένα ναυτάκι του Οδυσσέα, που έκανε όλες τις ζαβολιές κατά την διάρκεια των περιπετειών του Οδυσσέα, που τις έλεγα «Κλαψωδίες».
Υπήρξαν φίλοι σας μεγάλες προσωπικότητες της ελληνικής διανόησης, που παρακολουθούσαν πάντα το κουκλοθέατρο σας. Ναι, ήταν τακτικοί θεατές μου, ο Ελύτης, ο Θεοτοκάς, ο Εμπειρίκος, ο Γκάτσος, ο Μάριος Πλωρίτης, και ο Γιώργος Σεβαστίκογλου.
Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, έγινε κάποια στιγμή και σύζυγος σας; Πως γνωριστήκατε; Ήταν σκηνοθέτης και ξεκίνησε την πορεία του στο πλάι του Κάρολου Κουν και γνωριστήκαμε μέσω του κοινού μας φίλου, του Μάριου Πλωρίτη.
Κάποια στιγμή εμπλακήκατε στην αντίσταση… Ναι, στην Κατοχή οργανώθηκα στην ΕΠΟΝ. Η θεία μου, η Διδώ Σωτηρίου που ήταν ανακατεμένη με αυτά, μας έβαλε όλους στην Αντίσταση. Ο πατέρας μου ήταν βενιζελικός και συμπαθούσε το ΕΑΜ και την Αντίσταση. Ωστόσο, μας έβαλε όρο εμείς να μην ανακατευτούμε πουθενά. Και ασφαλώς, δεν τον ακούσαμε. Ως τις τρεις το μεσημέρι που δούλευε στην τράπεζα, στο σπίτι μας κάναμε συνεδριάσεις γυναικών.
Ποιά εποχή φύγατε και για το εξωτερικό; Ο άντρας μου έφυγε το 1948 για την Τασκένδη, αλλά εμένα με συνέλαβαν και με εξόρισαν στη Χίο. Όταν βγήκα ήθελα να φύγω, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω διαβατήριο με τίποτα. Τελικά κατάφερα το 1952 και πήγα στη Ρώμη με τη δικαιολογία ότι θα πήγαινα για σπουδές στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο. Κι εκεί όμως, έκαναν δυο χρόνια να μου δώσουν βίζα για να πάω στη Μόσχα. Τελικά, το 1954 έφτασα στην Τασκένδη, όπου ήδη βρισκόταν ο σύζυγός μου και ασχολείτο με το θέατρο. Εκεί ζήσαμε και τον εμφύλιο της Τασκένδης. Στη συνέχεια βρεθήκαμε στη Μόσχα, από το 1957 μέχρι το 1964, όπου βίωσα μια πολύ δύσκολη, όμως, πολύ δραστήρια περίοδο… Έμαθα ρωσικά, πήγαινα στο Κινηματογραφικό Ινστιτούτο και σπούδαζα κινηματογραφία.
Και πότε επιστρέψατε στην Ελλάδα; Ήρθαμε με δόσεις! Τον Σεπτέμβριο του 1964 γύρισα εγώ με τα παιδιά… Τον Μάρτιο του 1965 επέστρεψε και ο σύζυγός μου. Αν και λέγαμε ότι ήταν οριστική η επιστροφή μας, σε δύο χρόνια, το 1967 με την Χούντα, φύγαμε και πάλι, και πήγαμε στο Παρίσι. Ο Γιώργος δούλευε στο πανεπιστήμιο και είχε κάνει έναν θίασο με τον Αντουάν Βιτέζ στη σχολή του, στη Σορβόννη. Εγώ έκανα ελληνικά σε διάφορους ξένους. Εκεί, όμως, ήμασταν ενταγμένοι στην Αντίσταση. Συναντιόμασταν στο σπίτι της Μελίνας Μερκούρη, η Αμαλία Καραμανλή, ο Μητσοτάκης, ο Μίκης Θεοδωράκης… Κι όλοι παλεύαμε κατά της χούντας, για το καλό της πατρίδας. Τα κομματικά δεν είχαν τόπο, και όποιος ήταν εναντίον της δικτατορίας ήταν μαζί μας.
Στο Παρίσι γράψατε τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου»; Ναι, και συνειδητά ήθελα να μιλήσω για την αντίσταση και τον πόλεμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Θυμάμαι όμως, ότι στην κουζίνα μου, μεταξύ φαγητού και χαρτιού, κατάφερα κι έγραψα και τον «Θείο Πλάτωνα», και το «Κοντά στις ράγες», και την «Μωβ ομπρέλα» κι άρχισα την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα».
Όλες αυτές οι περιπλανήσεις σας, σε διαφορετικές και δύσκολες περιόδους της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας, πόσο επηρέασαν το συγγραφικό σας έργο; Σε κάθε τόπο που πήγαινα, ώσπου να βρω τον εαυτό μου και να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι, έκανα καιρό να ξαναρχίσω να γράφω. Το «Καπλάνι της βιτρίνας» το έγραψα στη Μόσχα, και τότε έστελνα και διηγήματά μου στην «Επιθεώρηση Τέχνης». Όσο καιρό ήμασταν στην Ελλάδα δεν έγραψα ούτε μια γραμμή… Άλλωστε, είχα και τα παιδιά μου μικρά, αντιμετωπίζαμε ένα σωρό δυσκολίες κι έπρεπε να προσαρμοστώ… Όταν φτάσαμε στο Παρίσι, παρόλο ότι και πάλι έπρεπε να προσαρμοστώ, βρέθηκαν οι εμπνεύσεις κι έγραψα…
Τι μνήμες σας έχουν αφήσει όλα αυτά τα βιώματα; Μνήμες οδυνηρές, αλλά πολύ ζωντανές… Και παρόλες τις δυσκολίες, πιστεύαμε σε ιδανικά, κι έτσι είχαμε μια ελπίδα, πράγμα που δεν υπάρχει πια σήμερα. Άλλο το ότι δεν μας βγήκαν αυτά που πιστεύαμε, αλλά ότι κάναμε, το κάναμε με πάθος.
Αγωνιστήκατε να περάσετε μέσα από τους ήρωες των βιβλίων σας κομμάτια της ιστορίας που είχατε βιώσει; Αναγκαστικά… Δεν το έκανα εσκεμμένα! Ζούσα την ιστορία του τόπου μου και την κατέγραψα μέσα απ’ τους ήρωές μου.
Ποιος ήταν ο ήρωας που σας συγκλόνισε περισσότερο; Στο βιβλίο μου «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες», την ηρωίδα μου τη δημιούργησα από την αρχή ως το τέλος. Κι αυτό γιατί αισθάνθηκα την ανάγκη να μιλήσω στα παιδιά για τα ναρκωτικά. Είναι ένα θέμα τόσο σύγχρονο και συνάμα τόσο έντονο, που με απασχολούσε κι εμένα… Όμως, επειδή κατάλαβα ότι ήμουν ανίδεη και δεν ήξερα λεπτομέρειες για το θέμα, πήγα στο ΚΕΘΕΑ (Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων), όπου συμμετείχα ενεργά. Για τρία χρόνια μπήκα στο διοικητικό συμβούλιο, μίλησα με πάρα πολλά παιδιά και γονείς, μέχρι να αντιληφθώ την αλήθεια, που ήταν πολύ διαφορετική απ’ αυτά που πίστευα. Και διαπίστωσα πως τα ναρκωτικά αγγίζουν τους πάντες: πλούσιους και φτωχούς, μορφωμένους και μη, οικογένειες διαλυμένες αλλά και αγαπημένες. Μόνον τότε ένιωσα έτοιμη να αγγίσω αυτό το πολύ ευαίσθητο θέμα. Δυσκολεύτηκα, όμως, γιατί δεν ήθελα να τρομοκρατήσω κανέναν. Απλώς να χτυπήσω ένα καμπανάκι.
Τα παιδιά σήμερα, έχουν τη διάθεση να ακούσουν αλήθειες, που συχνά είναι δύσκολο να εκφραστούν από τους γονείς; Τα παιδιά εξαρτάται τι θα πάρουν απ’ τον δάσκαλο τους στο σχολείο. Όμως, τα παιδιά δεν έχουν τάση να διαβάζουν.
Προτιμούν έναν υπολογιστή, ή την τηλεόραση… Ε, ναι! Είναι πιο εύκολα πράγματα… Όταν όμως, υπάρχει ένας δάσκαλος, που βρίσκει τρόπους να τα «ρίξει στην παγίδα», όπως λέω, για να διαβάσουν, τότε, ναι, τους ενδιαφέρει το βιβλίο. Και ευτυχώς, ακόμα υπάρχουν τέτοιοι δάσκαλοι.
Εξακολουθείτε να επισκέπτεστε σχολεία; Ναι, αλλά σε ποια σχολεία πάω; Σε όσα οι δάσκαλοι δείχνουν ενδιαφέρον και κάνουν τα παιδιά να νιώσουν την αγάπη για τη φιλαναγνωσία, την ανάγκη δηλαδή, να διαβάσουν και ν’ αγαπήσουν το βιβλίο. Κι έτσι, με καλούν. Από μόνα τους τα σχολεία δεν ενδιαφέρονται!
Πως θα προσφέρουμε όραμα στη νέα γενιά; Αν το ήξερα αυτό, θα είχα γίνει πρωθυπουργός! Η συμβουλή μου στους νέους είναι να έχουν τις παρέες τους, να διαβάζουν, να συζητούν, και γενικά, να καλλιεργούν τον εαυτό τους. Κι άμα είσαι καλλιεργημένος κάπου θα τους βγάλει η ζωή. Και θα είναι καλός ο δρόμος τους. Η αλήθεια είναι ότι βιώνουμε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Και πολλές φορές, όταν πριν λίγα χρόνια συζητούσαμε με την φίλη μου, τη Ζωρζ Σαρρή, λέγαμε ότι περνούσαμε πιο ωραία στην Κατοχή! Γιατί τότε είχαμε οράματα, να απελευθερωθεί η Ελλάδα, για ένα καλύτερο μέλλον. Δυστυχώς τα οράματα του χθες βούλιαξαν.
Ποιό από τα βιβλία σας αγαπάτε περισσότερο; Δεν τα ξεχωρίζω, γιατί όλα τους είναι «παιδιά» μου! Περισσότερο όμως, με συγκινεί το «Καπλάνι της βιτρίνας», γιατί ήταν και το πρώτο μου βιβλίο, που το έγραψα το 1963 στη Μόσχα. Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αφορά στη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά και μύησε για πρώτη φορά τους ανήλικους αναγνώστες στον πολιτικό προβληματισμό. Άλλωστε, μην ξεχνάς ότι είναι και από τα λίγα βιβλία μου που έχει μεταφραστεί σε 33 γλώσσες και είχε πάρει βραβεία στο εξωτερικό.
Ο παππούς και η γιαγιά βρίσκονται παντού στα βιβλία σας και συνήθως έχουν δυναμικό ρόλο. Σου μιλούσα πριν για το «Καπλάνι της βιτρίνας». Αυτό το βιβλίο, μου θυμίζει πολύ τα παιδικά μου χρόνια, τα καλύτερα χρόνια, τα χρόνια της ξεγνοιασιάς κοντά στον παππού.
Εσείς τι προσωπικά βιώματα έχετε απ’ τα εγγόνια σας; Το «Καπλάνι της βιτρίνας», μου θυμίζει και τα παιδιά μου, γιατί όταν ήταν μικρά τους διηγούμουν τις ιστορίες του βιβλίου μου. Αλλά και τα εγγόνια μου, που δεν ήθελαν παραμύθια, αλλά προτιμούσαν να τους διηγούμαι τι έκανα εγώ και η αδελφή μου όταν ήμασταν μικρές! Ακόμα και τώρα, η Άννα, η εγγονή μου, που είναι φοιτήτρια δημοσιογραφίας στις Βρυξέλες, όταν έρχεται τα καλοκαίρια στην Ελλάδα, κάθεται μαζί μου και βλέπουμε το τηλεοπτικό «Καπλάνι της βιτρίνας», μια παραγωγή της ΕΡΤ1, που παίχτηκε το 1990. Όταν ήταν μικρή, νόμιζε ότι τα κοριτσάκια που έβλεπε ήταν βίντεο, που μας έδειχνε, εμένα και την αδελφή μου μικρές. Τόσο αληθοφανές είναι…
Δες εδώ την Άλκη Ζέη να μιλά στην ΕΡΤ για τις τηλεοπτικές μεταφορές των βιβλίων της
Η ομιλία σας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου είχε τίτλο «Πώς από τις πρώτες μου λέξεις στο χαρτί έφτασα ώς τη σημερινή μέρα». Να υποθέσω ότι ήταν αποσπάσματα από το νέο σας βιβλίο, που μάλλον είναι αυτοβιογραφικό; Ναι, κάτι ετοιμάζω, αλλά δεν μπορώ να σου αποκαλύψω τι… γιατί εγώ, αν δεν τελειώσω, δεν το λέω πουθενά. Όμως, έχω προχωρήσει αρκετά… Γι’ αυτό τώρα πάω στις Βρυξέλες, να το τελειώσω… Κι αν δεν το τελειώσω δεν θα γυρίσω… Στην Ελλάδα δεν μπορώ να γράψω ούτε λέξη. Όταν βλέπω τις ειδήσεις, ψυχοπλακώνομαι, και δεν μπορώ να εμπνευστώ. Εκεί, έχω την ηρεμία μου, αποτοξινώνομαι, και δημιουργώ. Πάντως, είμαι εξίσου ευχαριστημένη όταν γράφω και όταν δεν γράφω. Δηλαδή, δεν έχω σαν λύτρωση το γράψιμο. Aν δεν έχω τίποτα να πω μπορεί να περάσουν χρόνια χωρίς να γράψω γραμμή.
Τα παιδιά όμως, ζητούν να διαβάζουν τα βιβλία σας. Ξέρεις όμως, γιατί; Γιατί κατάφερα ν’ αγαπώ τους ήρωες μου και να γίνομαι εγώ το παιδί για το οποίο γράφω. Κι έτσι εμπνέω τα παιδιά με τους ήρωές μου.
Σας ευχαριστώ. Κι εγώ σας ευχαριστώ, που μου ξυπνήσατε τόσες πολλές μνήμες.
[bs_icon name=”glyphicon glyphicon-play”] Ο θάνατος της Άλκης Ζέη αφήνει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στα ελληνικά γράμματα. Η κηδεία της θα γίνει την Τρίτη 3 Μαρτίου, στις 12:00, από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου αναπαύεται και ο σύζυγος της Γιώργος Σεβαστίκογλου.
[bs_icon name=”glyphicon glyphicon-play”] Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο του 2012 στο περιοδικό Life του Ομίλου «Ο Φιλελεύθερος».
Tags: Άλκη Ζέη, αποχαιρετισμός, Ελληνίδα συγγραφέας, Πέθανε η Άλκη Ζέη, φιλαναγνωσία
Η Διεθνής Ημέρα Δικαιωμάτων της Γυναίκας γιορτάζεται σε όλο τον…
Η Μαρία Μπέη, μετά από μια συγκλονιστική αναμέτρηση με τον…
Τα British Fashion Awards είναι λίγο πολύ τα Βραβεία Oscar του…