Κύριε McCabe, είναι μεγάλη τιμή και χαρά να έχουμε σήμερα την ευκαιρία να μιλήσουμε μαζί σας. Το έργο σας έχει αποτυπώσει στιγμές εξαιρετικής ομορφιάς, αυθεντικότητας και ανθρωπιάς… Και μας προσφέρει ένα μοναδικό παράθυρο στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής. Με την ευκαιρία της προσωρινής έκθεσης «Look at me! Portraits in Greece by Robert A. McCabe» στην Πινακοθήκη Α. Γ. Λεβέντη στη Λευκωσία, θα θέλαμε να μας πείτε περισσότερα για την διαδρομή σας, τη σύνδεσή σας με την Ελλάδα, αλλά και τις σκέψεις σας για τη φωτογραφία τότε και σήμερα.
Η Ελλάδα κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο έργο σας. Τι σας μάγεψε περισσότερο στη χώρα και τους ανθρώπους της; Η Ελλάδα αντιπροσώπευσε μια καθοριστική στιγμή στη ζωή μου. Το πρώτο μου ταξίδι εκεί, το 1954, ξεκίνησε με παρότρυνση του αδελφού μου. Και σηματοδότησε την αρχή των εξερευνήσεών μου πέρα από οικεία, τοπικά περιβάλλοντα, εισάγοντάς με σε εντελώς νέους και εξαιρετικά φωτογενείς τόπους. Αποδείχθηκε μια εμπειρία μεταμορφωτική για πολλούς λόγους… Για τις φιλίες που κάναμε, τη φυσική ομορφιά της χώρας, τα πλούσια αρχαία μνημεία της… Αλλά και για το εντυπωσιακό γαλάζιο της θάλασσας και τη μεγαλοπρέπεια των βουνών. Αρχικά σκεφτόμασταν να περάσουμε δύο εβδομάδες στην Ελλάδα, με μια πρόχειρη κράτηση στο ίδιο πλοίο — το Achilles — που μας είχε φέρει από τη Βενετία, για να μας πάει στην Πορτ Σάιντ. Ωστόσο, μετά από τις εξαιρετικές πρώτες δύο βδομάδες, εγκαταλείψαμε τα άλλα ταξιδιωτικά μας σχέδια… Αποφασίσαμε να μείνουμε στην Ελλάδα όλο το καλοκαίρι. Κι όταν αστειεύομαι συνηθίζω να λέω: «Ήρθα εδώ για δύο εβδομάδες πριν από 70 χρόνια και είμαι ακόμα εδώ!». Οι Έλληνες με έκαναν να νιώσω πολύ άνετα να τους φωτογραφίζω. Υποθέτω επειδή ήμουν τουρίστας και ακόμα και τότε οι τουρίστες αναμενόταν να φωτογραφίζουν τους ντόπιους. Και η Rolleiflex, με το σκόπευτρο στο ύψος της μέσης, δεν ήταν ενοχλητική στο πρόσωπο που φωτογράφιζα.
Αν σας ζητούσα να επιλέξετε μια αγαπημένη στιγμή από εκείνα τα ταξίδια, ποια θα ήταν; Αυτό είναι αδύνατο να σας το απαντήσω! Υποθέτω κοιτάζοντας πίσω τώρα, μια αγαπημένη στιγμή ήταν η άφιξη στο θεαματικό, σχεδόν εξωπραγματικό νησί της Σαντορίνης για πρώτη φορά… Ήταν η αρχή ενός δεσμού αγάπης με το νησί που κορυφώθηκε με το βιβλίο που εκδώσαμε με τη Μαργαρίτα Πουρνάρα.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε φωτογραφίζοντας στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1950 και 1960; Ίσως ακούγεται περίεργο και μακρινό σήμερα, αλλά μια από τις μεγάλες προκλήσεις ήταν να βρει κανείς πόσιμο νερό στα νησιά που να μπορεί να καταναλώσει ένα αθώο αμερικανικό στομάχι χωρίς δυσάρεστες συνέπειες. Το ανάλογο φάρμακο εκείνης της εποχής ήταν απαραίτητος ταξιδιωτικός σύντροφος.
Υπήρχαν βέβαια και φωτογραφικές προκλήσεις. Δεν είχα φωτόμετρο, οπότε βασιζόμουν μόνο στις οδηγίες της Kodak που συνόδευαν το φιλμ. Έτσι πολλά από τα αρνητικά μου είναι υποεκτεθειμένα ή υπερεκτεθειμένα. Ευτυχώς σήμερα, με το ψηφιακό σκοτεινό δωμάτιο, οι διορθώσεις είναι εύκολες.
Πώς επιλέγετε τα άτομα ή τις στιγμές που φωτογραφίζετε; Πόσο σημαντικός είναι ο αυθορμητισμός στη δουλειά σας; Προσπαθούσα πάντα να επιλέγω ενδιαφέροντες ανθρώπους ή ανθρώπους που έκαναν ενδιαφέροντα πράγματα. Μερικοί σπουδαίοι φωτογράφοι πιστεύουν ότι μόνο οι αυθόρμητες, μη στημένες εικόνες είναι οι αυτές με αληθινή αξία. Είναι όμως προφανές ότι πολλές εκπληκτικές φωτογραφίες παρουσιάζουν εικονιζόμενα πρόσωπα που γνώριζαν πολύ καλά ότι φωτογραφίζονταν. Δείτε για παράδειγμα τα πορτραίτα του Irving Penn ή του Henri Cartier-Bresson. Τα πορτραίτα του Penn είναι προσεκτικά σκηνογραφημένα «επίσημα» πορτραίτα, ενώ του Cartier-Bresson είναι ανεπίσημα και αυθόρμητα. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις τα πρόσωπα που εικονίζονται είχαν πλήρη επίγνωση του φακού.
Αλλά για μένα ο αυθορμητισμός έχει δώσει τα καλύτερα αποτελέσματα. Μερικές φορές το άτομο έχει λίγα δευτερόλεπτα προειδοποίηση και άλλες φορές καμία. Μπορείτε να δείτε συχνά στις φωτογραφίες μου άτομα που δεν πρόλαβαν να ποζάρουν, παρόλο που γνώριζαν την κάμερα. Αυτό το αισθάνεσαι συχνά.
Στην έκθεση «Look at me! Portraits in Greece» στην Πινακοθήκη Α. Γ. Λεβέντη, η έννοια του βλέμματος είναι κεντρική. Πώς αντιλαμβάνεστε τη δύναμη του βλέμματος στη φωτογραφία; Πώς αισθάνεστε όταν κοιτάζετε αυτές τις φωτογραφίες σήμερα; Το βλέμμα, κατά τη γνώμη μου, είναι κάτι που συζητάμε εκ των υστέρων. Κοιτάς την τελική εικόνα και αρχίζεις να αναλύεις το «βλέμμα». Αυτό πρέπει να γίνεται για κάθε φωτογραφία ξεχωριστά, και κάθε θεατής θα έχει τη δική του άποψη. Μιλάμε για λεπτές αποχρώσεις.
Σε κάθε περίπτωση, κατά τη γνώμη μου, το άτομο που φωτογραφίζεται αξίζει το μεγαλύτερο μέρος της αναγνώρισης ενός επιτυχημένου πορτρέτου και είναι υπεύθυνο για το βλέμμα, είτε το έκανε σκόπιμα είτε όχι. Αν κάποιος φαίνεται υπερβολικά αγχωμένος ή σοβαρός, ενθαρρύνοντάς τον για ένα χαμόγελο συχνά αρκεί για να τον χαλαρώσει και το βλέμμα του μπορεί να μεταμορφωθεί. Οι οδηγίες που δίνεις εξαρτώνται από το επιθυμητό αποτέλεσμα… Μπορεί να ζητήσεις από το φωτογραφιζόμενο να κοιτάξει κατευθείαν στο φακό, να στρέψει το βλέμμα στο πλάι… Να αλληλεπιδράσει με ένα άλλο πρόσωπο ή με ένα αντικείμενο. Όταν φωτογραφίζεις ένα ζευγάρι ή έναν γονιό με παιδί, η φυσική τους σχέση συχνά παράγει ένα αυθόρμητα ζεστό και οικείο ομαδικό πορτρέτο.
Υπήρξατε παρατηρητής πολιτισμών σε μετάβαση. Πώς το βιώσατε αυτό και τι ρόλο πιστεύετε ότι παίζει η φωτογραφία στη διατήρηση της μνήμης; Φυσικά ήμουν παρατηρητής των αλλαγών της Ελλάδας, ειδικά της αύξησης του τουρισμού από 180.000 επισκέπτες το χρόνο σε 30.000.000. Αλλά και της δραματικής αύξησης της ευημερίας. Όμως, για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν ενήμερος για όλα αυτά για τουλάχιστον τα πρώτα 10 χρόνια. Νόμιζα ότι θα επέστρεφα στην Ελλάδα κάθε χρόνο, θα επισκεπτόμουν καινούργια, ανέγγιχτα νησιά και θα κατέγραφα όσα έβλεπα.
Έχω παρατηρήσει ότι οι διαθέσεις απέναντι στη φωτογραφία διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τις περιοχές. Στην Κούβα, για παράδειγμα, οι άνθρωποι γενικά απολάμβαναν να τους φωτογραφίζουν, ενώ στην Κίνα υπήρχε περισσότερη απροθυμία. Στα ελληνικά νησιά πριν από 60 χρόνια, η φωτογραφία γινόταν δεκτή με θέρμη… Οι κάμερες ήταν σπάνιες, συχνά περιορίζονταν σε έναν τοπικό φωτογράφο, γεγονός που τις έκανε σχεδόν αξιοπερίεργες. Αντίθετα, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στη Νέα Υόρκη, οι φωτογράφοι δρόμου ήταν τόσο συνηθισμένοι που οι περισσότεροι άνθρωποι σχεδόν δεν τους έδιναν σημασία.
Για το δεύτερο μέρος της ερώτησής σας έχω να πω ότι η φωτογραφία πραγματικά δεν έχει υποκατάστατο στη διατήρηση οπτικών πληροφοριών. Η πληροφορία παίρνει πολλές μορφές βέβαια… Και η οπτική ιστορία είναι μόνο μία από αυτές. Σκεφτείτε μερικά ιστορικά γεγονότα που γνωρίζουμε και θυμόμαστε μέσα από τη φωτογραφία: Το Χίντεμπουργκ, το Andrea Doria, η παρέλαση του στρατηγού Μακ Άρθουρ στη Νέα Υόρκη, η Χιροσίμα. Αλλά αυτό ξεπερνά τα δραματικά γεγονότα, διατηρώντας την καθημερινή ζωή.
Ορισμένοι αξιόλογοι φωτογράφοι πιστεύουν ότι μόνο η αυθόρμητη φωτογραφία μπορεί να καταγράψει αυθεντικά την ιστορία και τα κοινωνικά ήθη της εποχής τους. Αυτή είναι μια θεμιτή άποψη, αλλά μια άποψη που έγινε δυνατή μόνο με την εφεύρεση της κάμερας. Πριν από αυτή, τα άτομα που απεικονίζονταν σε γλυπτά ή πίνακες είχαν πλήρη επίγνωση της παρουσίας του καλλιτέχνη και της δημιουργίας της εικόνας τους.
Πιστεύετε ότι η ασπρόμαυρη φωτογραφία έχει μια δύναμη που μερικές φορές λείπει από τη σύγχρονη έγχρωμη φωτογραφία; Η προσέγγιση ανάμεσα στα δύο μέσα είναι θεμελιωδώς διαφορετική. Όταν εργάζεσαι σε ασπρόμαυρο, η σύνθεση βασίζεται κυρίως στη φόρμα και στις διαβαθμίσεις των τόνων από το μαύρο στο λευκό. Η έγχρωμη φωτογραφία, αντίθετα, εισάγει ένα επιπλέον στοιχείο προς εξέταση – μια εντελώς νέα διάσταση που πρέπει να ενσωματωθεί προσεκτικά. Είναι ουσιώδες να διασφαλιστεί ότι η χρήση του χρώματος ενισχύει αντί να αποσπά την προσοχή από τη σύνθεση, αφού μπορεί εύκολα να γίνει πηγή οπτικού «θορύβου».
Στην ψηφιακή εποχή, οι εικόνες καταγράφονται συνήθως σε έγχρωμο, με τη δυνατότητα μετατροπής σε ασπρόμαυρο με το πάτημα ενός κουμπιού. Προσωπικά, τώρα τείνω να φωτογραφίζω έγχρωμα. Μοιάζει αντιπαραγωγικό να απορρίπτεις τόσο πλούτο οπτικών πληροφοριών πριν καν τραβήξεις τη λήψη.
Πώς βλέπετε την εξέλιξη της φωτογραφίας στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας και των κοινωνικών δικτύων; Πιστεύετε ότι έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τις εικόνες; Πρόκειται για μια συναρπαστική εξέλιξη της φωτογραφικής τέχνης. Για έναν άνθρωπο που δούλευε σε σκοτεινό θάλαμο και περίμενε να εμφανιστούν οι εικόνες σε φωτογραφικό χαρτί, οι δυνατότητες και η απόδοση της ψηφιακής κάμερας δεν είναι τίποτε λιγότερο από θαυματουργές. Η ανάλυση στην ψηφιακή είναι πλέον εφάμιλλη του φιλμ, πιθανότατα βέβαια την έχει ξεπεράσει. Τόσο η Fuji όσο και η Hasselblad προσφέρουν τεράστιους αισθητήρες μέτριου format με 100 megapixels. Ο βαθμός λεπτομέρειας στην εικόνα είναι ασύλληπτος. Προσωπικά δεν δουλεύω πια με φιλμ, αν και κατανοώ και εκτιμώ την πρόσφατη αναβίωσή του. Ο κόσμος των ψηφιακών καμερών είναι απίστευτα ποικιλόμορφος, τόσο σε κόστος όσο και σε απόδοση. Με τα χρόνια έχω δουλέψει με διάφορα συστήματα, όπως Nikon, Sony, Olympus, Canon και, φυσικά, το iPhone της Apple.
Βέβαια, υπάρχει πλέον και μια εντελώς νέα διάσταση στη φωτογραφία… Η δυνατότητα να μοιραστείς μια εικόνα ακαριαία με ένα άλλο άτομο ή με χιλιάδες ανθρώπους. Είναι μεγάλη απόσταση από το να εμφανίσεις ένα ρολό φιλμ, να διαλέξεις μια εκτύπωση, να επιστρέψεις μια εβδομάδα αργότερα να την παραλάβεις και να τη στείλεις στη γιαγιά αν βρεις φάκελο και γραμματόσημο. Μέσα από πλατφόρμες όπως το Instagram και το Facebook μπορεί κανείς να μοιραστεί εικόνες με φίλους αλλά και αγνώστους, και ακόμα να λάβει δωρεάν αξιολογήσεις.
Σήμερα, που όλοι έχουν μια κάμερα στο τηλέφωνό τους, τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο φωτογράφο που θέλει πραγματικά να αναπτύξει το δικό του «μάτι»; Αν σου αρέσει να πλάθεις εικόνες, προχώρησε. Όμως να είσαι προετοιμασμένος για μια δύσκολη πορεία προς την επιτυχία: είναι πολύ ανταγωνιστικός χώρος και δεν αμείβεται αρκετά. Εμπλούτισε τις δεξιότητές σου με τη βιντεογραφία. Μπορεί το επάγγελμα να είναι οικονομικά ασύμφορο, αν εξαιρέσεις τους ελάχιστους φωτογράφους που κατέκτησαν την κορυφή… Ωστόσο, μπορεί να σε ανταμείψει, με την έννοια ότι θα καταγράψεις τους ανθρώπους, τις συνήθειες και τα έθιμα, την κουλτούρα της γενιάς σου.
Πρέπει να σας πω μια ιστορία. Πριν μερικά χρόνια, μια βροχερή νύχτα η Dina [η γυναίκα μου] κι εγώ βρισκόμασταν στη Βερόνα και ψάχναμε για ένα εστιατόριο. Ένας νεαρός έβγαινε από το εστιατόριο και του ζητήσαμε τη γνώμη του γι’ αυτό. Ήταν ένας Αμερικανός ελεύθερος επαγγελματίας φωτογράφος. Βρισκόταν εκεί για μια αποστολή, αλλά δεν είχε χρήματα για ξενοδοχείο και κοιμόταν σ’ ένα παγκάκι στον σιδηροδρομικό σταθμό! Αυτό με έκανε να συλλογιστώ τις θυσίες που μπορεί να χρειαστεί να κάνει ένας νέος φωτογράφος. Σε αυτήν την περίπτωση, οι θυσίες του επιβραβεύτηκαν… Σήμερα είναι ένας πολυάσχολος και περιζήτητος επαγγελματίας.
Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να έχετε μια προσωπική σύνδεση ή σχέση με τους ανθρώπους που φωτογραφίζετε; Δεν είναι καθόλου σημαντικό όσον αφορά τη δημιουργία της εικόνας. Αυτό που έχει ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια είναι ότι συναντώ ξανά ανθρώπους που φωτογράφισα πριν από 60 χρόνια. Πολλοί άνθρωποι έχουν εμφανιστεί… Ωστόσο, υπάρχουν μερικές αγαπημένες φωτογραφίες των οποίων τα άτομα έχουν εξαφανιστεί… Κι αυτό, παρά τις προσπάθειες και τις εκκλήσεις για αναγνώριση μέσω διαδικτύου.
Έχετε επισκεφθεί ξανά μέρη που φωτογραφίσατε στο παρελθόν. Πώς νιώθετε συγκρίνοντας τις αλλαγές μέσα από τον φακό σας; Στην περίπτωση της Μυκόνου και της Σαντορίνης, οι αλλαγές μου προξενούν μεγάλη θλίψη…
Υπάρχει κάτι που σας εμπνέει σήμερα με τον ίδιο τρόπο που σας ενέπνευσε τότε η Ελλάδα; Με συναρπάζει όλο και περισσότερο το γεγονός ότι τα ελληνικά αρχαία μνημεία προσφέρουν ατελείωτες ευκαιρίες για φωτογραφία, καθώς το φως αλλάζει μέσα στη μέρα και μέσα στον χρόνο.
Αν μπορούσατε να αποτυπώσετε σήμερα μια εικόνα για τις μελλοντικές γενιές, ποιο θέμα θα επιλέγατε; Θα ήθελα να περάσω μια μέρα στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου τραβώντας πολλές φωτογραφίες, αλλά επιλέγοντας τελικά μία για τις μελλοντικές γενιές.
Κοιτάζοντας πίσω στη διαδρομή σας, ποια υπήρξε η μεγαλύτερη ανταμοιβή που σας έδωσε η φωτογραφία; Η ανταμοιβή ήταν η εκτίμηση που έχουν οι άλλοι για το αρχείο που δημιούργησα. Ήταν πολύ συγκινητικό να βλέπω ανθρώπους να κλαίνε καθώς κοιτούσαν παλιές φωτογραφίες που τους θύμιζαν τη νιότη τους ή τον τρόπο ζωής των γονιών τους.
Αν έπρεπε να περιγράψετε τη φωτογραφία με μία μόνο λέξη, ποια θα επιλέγατε και γιατί; Μαγεία. Η ιδέα ότι μπορείς να κοιτάξεις μια σκηνή και με το πάτημα ενός κουμπιού να την αποτυπώσεις για πάντα είναι καθαρή μαγεία.
Πώς νιώσατε όταν σας απονεμήθηκε η τιμητική ελληνική ιθαγένεια, αναγνωρίζοντας τη συμβολή σας στην καταγραφή και την προώθηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς; Είναι μια τεράστια τιμή και ήταν μια υπέροχη έκπληξη. Ήμουν ευτυχής που η σύζυγός μου έζησε για να με δει να ορκίζομαι.
📌 Το έργο του Robert A. McCabe αποτελεί σήμερα έναν ανεκτίμητο θησαυρό μνήμης και πολιτιστικής κληρονομιάς — μια γέφυρα ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα της Ελλάδας. Αξίζει λοιπόν να επισκεφθείς την έκθεση «Look at Me! Πορτραίτα στην Ελλάδα του Robert Α. McCabe» στη Λεβέντειο Πινακοθήκη. Θα είναι ανοιχτή μέχρι και τις 14 Σεπτεμβρίου.
Tags: Robert Α. McCabe, Αμερικανός φωτογράφος, ελληνική υπηκοότητα, φωτογραφία
«Η Κούκλα του Φραντς Κάφκα» δύο ακόμα παραστάσεις. Μετά την…
Ο οίκος Jimmy Choo λανσάρει αυτή τη σεζόν το νέο…
Η Φωτεινή Δάρρα τραγουδά για τους «Μικρούς Ήρωες»… Μαζί της…